ράμπα2, η, ουσ. [<γαλλ. rampe], το μπροστινό τμήμα του δαπέδου της θεατρικής σκηνής, όπου είναι τοποθετημένα πέρα ως πέρα φώτα, για να φωτίζουν τους ηθοποιούς: «είναι απ’ αυτούς τους ηθοποιούς που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τα φώτα της ράμπας || τα φώτα της ράμπας», τίτλος κινηματογραφικής ταινίας του Τσάρλι Τσάπλιν·
- περνάει τη ράμπα, (για ηθοποιούς του θεάτρου ή για θεατρικές παραστάσεις) έχει απήχηση στο θεατρικό κοινό: «είναι πολύ ευχαριστημένος, γιατί με το ρόλο που παίζει περνάει τη ράμπα || το έργο περνάει τη ράμπα».